- φυλάκωμα
- το, -ατοςη φυλάκιση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυλάκωμα — το, Ν [φυλακώνω] φυλάκιση, εγκλεισμός στη φυλακή … Dictionary of Greek